Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

με το κομμάτι

  • 1 κομμάτι

    [коммати] ουσ. о. кусок, обрывок, осколок, обломок.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κομμάτι

  • 2 кусок

    кус||ок
    м в разн. знач. τό κομμάτι / ἡ φέτα (отрезанный ножом):
    \кусок хлеба ἕνα κομμάτι (или μιά φέτα) ψωμί· два \кусокка дыни δυό φέτες πεπόνι· \кусок мыла Ενα κομμάτι σαπούνι· \кусок земли ἕνα κομμάτι γῆς· \кусок мяса ἕνα κομμάτι κρέας· разбить на \кусокки́ κομματιάζω· ◊ зарабатывать свой \кусок хлеба κερδίζω τόν ἐπιούσιον ἄρτον, βγάζω τό ψωμί μου· лакомый \кусок ὁ καλός μεζές, τό καλό κομμάτι· \кусок мне в горло не идет δέν μπορώ νά βάλω στό στόμα μου τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > кусок

  • 3 отрез

    α.
    1. αποκοπή, εκτομή, απότμηση. || κομμάτι (τεμάχιο) γης, κλήρος.
    2. κομμάτι, τεμάχιο — на пальто κομμάτι υφάσματος για πανωφόρι.
    3. κοπή, κοψιά, εγκοπή.

    Большой русско-греческий словарь > отрез

  • 4 поштучный

    επ.
    εκτελούμενος με το κομμάτι•

    -ая оплата πληρωμή με το κομμάτι•

    -ая продажа, πώληση με το κομμάτι.

    Большой русско-греческий словарь > поштучный

  • 5 сдельный

    επ.
    με το κομμάτι•

    -ая работа δουλειά με το κομμάτι•

    сдельный заработок πληρωμή με το κομμάτι.

    Большой русско-греческий словарь > сдельный

  • 6 штука

    θ.
    1. κομμάτι, τεμάχιο• ένα από τα πολλά όμοια πράγματα• πράγμα, αντικείμενο•

    пять штук сахара πέντε κομμάτια ζάχαρη•

    штука полотна ένα κομμάτι ύφασμα•

    работать от -и δουλεύω με το κομμάτι•

    сорок штук рогатого скота σαράντα κερασφόρα ζώα•

    двадцать штук арбузов είκοσι κομμάτια καρπούζια.

    2. τέχνασμα, κόλπο, μηχανή• τερτίπι. || πονηριά, πανουργία• διαβολιά. || φαινόμενο• υπόθεση-περιστατικό. || άνθρωπος πονηρός.
    3. τόπι υφάσματος άθικτο (αναρχίνηγο).
    εκφρ.
    не -а – δεν είναι κανένα πράγμα δύσκολο•
    вот так -! – νά σου πράγμα!

    Большой русско-греческий словарь > штука

  • 7 отрывок

    1. (часть чего-л. целого) το κομμάτι, το τμήμα, το μέρος, το τεμάχιο, το απόκομμα 2. (часть произведения, статьи и т.п.) το απόσπασμα, το κομμάτι, το χωρίο, η περικοπή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрывок

  • 8 клочок

    клочок м το κομμάτι, το τεμάχιο
    * * *
    м
    το κομμάτι, το τεμάχιο

    Русско-греческий словарь > клочок

  • 9 кусок

    кусок м το κομμάτι, το τεμάχιο
    * * *
    м
    το κομμάτι, το τεμάχιο

    Русско-греческий словарь > кусок

  • 10 ломтик

    ломтик м το κομμάτι, η φέτα* \ломтик лимона μια φέτα λεμόνι
    * * *
    м
    το κομμάτι, η φέτα

    ло́мтик лимо́на — μια φέτα λεμόνι

    Русско-греческий словарь > ломтик

  • 11 осколок

    осколок м το θραύσμα, το κομμάτι
    * * *
    м
    το θραύσμα, το κομμάτι

    Русско-греческий словарь > осколок

  • 12 пьеса

    пьеса ж 1) το θεατρικό έργο 2) муз. το κομμάτι, το μουσικό τεμάχιο
    * * *
    ж
    1) το θεατρικό έργο
    2) муз. το κομμάτι, το μουσικό τεμάχιο

    Русско-греческий словарь > пьеса

  • 13 сдельно

    сдельно με το κομμάτι
    * * *
    με το κομμάτι

    Русско-греческий словарь > сдельно

  • 14 сдельный

    сдельный: \сдельныйая работа (оплата ) η δουλειά (πληρωμή) με το κομμάτι
    * * *

    сде́льная рабо́та (опла́та) — η δουλειά (πληρωμή) με το κομμάτι

    Русско-греческий словарь > сдельный

  • 15 фрагмент

    фрагмент м το απόσπασμα, το κομμάτι
    * * *
    м
    το απόσπασμα, το κομμάτι

    Русско-греческий словарь > фрагмент

  • 16 часть

    часть ж .1) το μέρος· το τμήμα (участок)· το κομμάτι (кусок)· \частьи тела τα μέρη του σώματος· большая \часть το μεγαλύτερο μέρος; составные \частьи τα συστατικά μέρη; \частьи света τα μέρη του κόσμου; запасные \частьи τα ανταλλακτικά 2) (отдел) το τμήμα, ο τομέας 3) воен. η μονάδα, το τμήμα ◇ \частьи речи τα μέρη του λόγου; по большей \частьи συνήθως, κατά το πλείστο
    * * *
    ж
    1) το μέρος; το τμήμα ( участок); το κομμάτι ( кусок)

    части те́ла — τα μέρη του σώματος

    бо́льшая часть — το μεγαλύτερο μέρος

    составны́е части — ή τα συστατικά μέρη

    части све́та — τα μέρη του κόσμου

    запасны́е части — τα ανταλλακτικά

    2) ( отдел) το τμήμα, ο τομέας
    3) воен. η μονάδα, το τμήμα
    ••

    части ре́чи — τα μέρη του λόγου

    по бо́льшей части — συνήθως, κατά το πλείστο

    Русско-греческий словарь > часть

  • 17 штука

    штука ж το κομμάτι; несколько штук κάμποσα κομμάτια
    * * *
    ж
    το κομμάτι

    не́сколько штук — κάμποσα κομμάτια

    Русско-греческий словарь > штука

  • 18 по

    по
    предлог Α. с дат. п.
    1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):
    книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·
    2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:
    гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·
    3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:
    он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'
    4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·
    5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:
    по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·
    6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:
    по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·
    7. (при указании родства, близости):
    родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν
    8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:
    по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·
    9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):
    по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:
    по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:
    по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει.

    Русско-новогреческий словарь > по

  • 19 сдельно

    сдель||но
    нареч μέ τό κομμάτι:
    работать \сдельно πληρώνομαι μέ τό κομμάτι.

    Русско-новогреческий словарь > сдельно

  • 20 сдельный

    сдель||ный
    прил πού πληρώνεται μέ τό κομμάτι:
    \сдельныйная работа (оплата труда) ἡ δουλειάς (ή πληρωμή) μέ τό κομμάτι.

    Русско-новогреческий словарь > сдельный

См. также в других словарях:

  • κομμάτι — το (AM κομμάτιον, Μ και κομμάτι[ν]) τμήμα ενός όλου, μέρος, τεμάχιο («κόψε το μήλο σε τέσσερα κομμάτια») νεοελλ. 1. (χωρίς άρθρο, επιρρμ.) λίγη ποσότητα ή λίγος χρόνος (α. «κάτσε κομμάτι να σέ δούμε» β. «φάε κομμάτι πριν φύγεις») 2. μουσική… …   Dictionary of Greek

  • κομμάτι — το 1. τεμάχιο, μικρό τμήμα ενός όλου: Έφαγε ένα κομμάτι ψωμί κι έφυγε. 2. καθένα από τα πολλά όμοια εμπορεύματα: Τα πουλάει εκατό ευρώ το κομμάτι. 3. μουσικό τεμάχιο: Η ορχήστρα σήμερα παίζει ωραία κομμάτια. 4. φρ., «Δεν μπορώ να γίνω χίλια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόμματι — κόμμα stamp neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… …   Dictionary of Greek

  • τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»